- πορφυρανθές
- πορφυρανθήςwith purple blossommasc/fem voc sgπορφυρανθήςwith purple blossomneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορφυρανθής — ές, Α 1. (για φυτό) αυτός που έχει πορφυρά άνθη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορφυρανθές α) το φυτό ἡμεροκαλλές* β) το φυτό υάκινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσ ανθής)] … Dictionary of Greek